μιγας

μιγας
    μιγάς
    μῐγάς
    -άδος (ᾰδ) adj.
    1) перемешанный, беспорядочный
    

(πολλοὴ ἔπιπτον μιγάδες Eur.)

    2) смешанный, разношерстный
    

(βάρβαρος στρατός Eur.)

    μιγάδες ἐξ ἀπόρων καὴ ἀφανῶν Plut. — всякий нищий сброд


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μιγας" в других словарях:

  • μιγάς — mixed pell mell masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάς — και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, άδος, ὁ και ἡ) αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ ὁμοῡ» Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιολ. ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά… …   Dictionary of Greek

  • μιγάδα — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδας — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδες — μιγάς mixed pell mell masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδεσσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδος — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάδων — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάσι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»